λαβήν, τὴν
Ερμηνεία:
[η λαβή, τῆς λαβῆς, αἱ λαβαί ή οἱ λαβές][πιάσιμο, χειρολαβή, χερούλι, αφορμή, πάρσιμο]
Ετυμολογία:
[<(Όμηρ.) λαμβάνω (λαβαίνω, παίρνω), Καινή Διαθήκη: 258 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
.... Ἐξεπιάσθη ἀπὸ τὴν λαβήν του. Ἐκλονήθη, ἐσαρρίσθη, ἔκλινε καὶ ἔπεσεν. [Ο έρωτας στα χιόνια]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|